- υπάτοπος
- -ον, Α [ἄτοπος]κάπως απρεπής, κάπως άκοσμος («ταύτῃ δ' ἔστιν ὑπάτοπον καὶ μακρὸν τὸ περὶ ἑκάστου λέγειν χωρίς», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπάτοπον — ὑπάτοπος somewhat absurd masc/fem acc sg ὑπάτοπος somewhat absurd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)